- ῥαβδίζειν
- ῥαβδίζωbeat with a rodpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CUMINUM — I. CUMINUM Insul. parva maris Siculi inter Melitam et Gaulum Insul. sub dominio Equitum Melitensium, ubi arx excitata a Vignacurtio Gallo, magno Magistro. II. CUMINUM in embammatis locum habebat olim, quae ad ἐυςτομίαν parabantur, et os suave… … Hofmann J. Lexicon universale
ραβδίζω — ῥαβδίζω ΝΜΑ [ῥάβδος] 1. χτυπώ κάποιον με ράβδο, δέρνω με το ραβδί, ξυλοκοπώ 2. (σχετικά με δέντρα) ρίχνω κάτω τους καρπούς τινάζοντας ή χτυπώντας τα κλαδιά με ειδική ράβδο, τη ραβδιστήρα («ῥαβδίζειν ἐλάας», θεόφρ.) 3. (σχετικά με σιτηρά)… … Dictionary of Greek
τολυπεύω — Α [τολύπη] 1. παρασκευάζω τολύπη, κάνω τουλούπα («οὔκουν δεινὸν ταυτὶ ταύτας ῥαβδίζειν καὶ τολυπεύειν», Αριστοφ.) 2. τελειώνω, περατώνω κάτι («δόμον τολυπεύειν», Ανθ. Παλ.) 3. υπομένω, υποφέρω («ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek